Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φιδίσιος -α -ο [fiδísxos] Ε4 : που ανήκει, που αναφέρεται στο φίδι ή που μοιάζει με αυτό: Φιδίσιο δέρμα. Φιδίσια γλώσσα. || (μτφ.): Φιδίσιο κορμί / σώμα, ευέλικτο, λυγερό, καλογυμνασμένο.
[φίδ(ι) -ίσιος]



