Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φιγουράτος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φιγουράτος -η -ο [fiγurátos] Ε3 : (οικ.) που προκαλεί εντύπωση, εντυπωσιακός: Φιγουράτο ντύσιμο / αυτοκίνητο.

[ιταλ. figurato ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go