Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φθονερός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φθονερός -ή -ό [fθonerós] Ε1 : που διακατέχεται, που είναι γεμάτος από φθόνο: Φθονεροί άνθρωποι. Φθονερά λόγια. φθονερά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. φθονερός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go