Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φθινοπώριασμα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φθινοπώριασμα το [fθinopórjazma] Ο49 : α. το αποτέλεσμα του φθινοπωριάζει. β. η έναρξη του φθινοπώρου: Mε το ~ αρχίζουν και κιτρινίζουν τα φύλλα των δέντρων.

[φθινοπωριασ- (φθινοπωριάζει) -μα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go