Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φθίνων -ουσα -ον
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φθίνων -ουσα -ον [fθínon] Ε12 : που φθίνει: H οικονομία ακολουθεί φθίνουσα πορεία. Ο νόμος της φθίνουσας απόδοσης. || (αστρον.) φθίνουσα σελήνη, η φάση κατά την οποία το φωτισμένο τμήμα της ελαττώνεται βαθμιαία. || (μαθημ.) φθίνουσα πρόοδος, που οι όροι της ελαττώνονται διαρκώς. || (ηλεκτρολ.) φθίνουσα ταλάντωση, που σβήνει συνεχώς.

[λόγ. < αρχ. φθίνων, -ουσα (αστρον.) & σημδ. γαλλ. décroissant ή αγγλ. diminishing]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go