Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φετιχιστικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φετιχιστικός -ή -ό [fetixistikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο φετιχισμό ή στο φετιχιστή: Φετιχιστικές θρησκείες. Tα φυλαχτά είναι επιβιώσεις φετιχιστικών αντιλήψεων.

[λόγ. φετιχιστ(ής) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go