Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φερέοικος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φερέοικος -η -ο [feréikos] Ε5 : 1. (για ζώα) που το όστρακό τους είναι προσκολλημένο στο σώμα τους: H χελώνα και το σαλιγκάρι είναι φερέοικα ζώα. 2. (λόγ., για πρόσ.) που δεν έχει μόνιμη κατοικία· (πρβ. νομάδας): Οι τσιγγάνοι / οι βεδουίνοι είναι φερέοικοι.

[λόγ. < αρχ. φερέοικος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go