Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φειδωλός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φειδωλός -ή -ό [fiδolós] Ε1 : 1. που παρέχει, δίνει κτ. δύσκολα και όχι απλόχερα: H εισοδηματική πολιτική είναι φειδωλή σε αυξήσεις / παροχές. Είναι ~ σε υποσχέσεις / επαίνους / δηλώσεις. 2. που καταναλίσκει, που δαπανά ή διαθέτει κτ. με μέτρο και με σύνεση· οικονόμος2, σφιχτοχέρης, τσιγκούνης*. ANT σπάταλος, απλοχέρης1, χουβαρντάς. φειδωλά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. φειδωλός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες