Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φατσικά [fatsiká] & φατσικώς [fatsikós] επίρρ. : (οικ.) εξ όψεως: Tον / την ξέρω (μόνο) ~.
[λόγ. φάτσ(α) -ικά, -ικώς (< -ικ(ός) επίρρ. -ά, -ώς)]
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[λόγ. φάτσ(α) -ικά, -ικώς (< -ικ(ός) επίρρ. -ά, -ώς)]
| © 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |