Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φαταούλας
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φαταούλας ο [fataúlas] Ο3 : (οικ.) 1. άνθρωπος λαίμαργος, αχόρταγος. 2. (μτφ.) αυτός που τα θέλει όλα δικά του, άπληστος, αχόρταγος.

[φρ. φα (= φάε) τα + ούλ(α), ουδ. πληθ. του ούλος -ας]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go