Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φαταλισμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φαταλισμός ο [fatalizmós] Ο17 : η μοιρολατρία.

[λόγ. < γαλλ. fatalisme (-isme = -ισμός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες