Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φασματοσκόπιο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φασματοσκόπιο το [fazmatoskópio] Ο42 : συσκευή με την οποία παρατηρείται οπτικά και μελετάται το φάσμα.

[λόγ. φασματ- (φάσμα) -ο- + -σκόπιο μτφρδ. γαλλ. spectroscope]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go