Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φασματικός -ή -ό [fazmatikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στο φάσμα (στις σημ. II, III): Φασματική ανάλυση / γραμμή.
[λόγ. φασματ- (φάσμα) -ικός μτφρδ. γαλλ. spectral (διαφ. το μσν. φασματικός `φανταστικός΄)]



