Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φασισταριό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φασισταριό το [fasistarjó] Ο38 : (προφ., μειωτ.) φασίστας ή σύνολο φασιστών.

[φασίστ(ας) -αριό]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go