Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φαρμακόγλωσσα η [farmakóγlosa] Ο27 : χαρακτηρισμός για πρόσωπο που τα λόγια του είναι γεμάτα κακία, δηκτικότητα: Οι φαρμακόγλωσσες λένε ότι βάφει τα μαλλιά του.
[φαρμακο- 2 + γλώσσα]



