Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φαρμακευτική
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φαρμακευτική η [farmakeftikí] Ο29α : 1. επιστήμη με αντικείμενο τη σύνθεση, τη χρήση και τις θεραπευτικές ιδιότητες των φαρμάκων: Οι πρόοδοι της φαρμακευτικής. Συνέδριο φαρμακευτικής. 2. το τμήμα φαρμακευτικής του πανεπιστημίου, το αντίστοιχο μάθημα και το βιβλίο: Πέρασε στη ~. Εξετάσεις στη ~.

[λόγ.: 1: ελνστ. φαρμακευτική· 2: σημδ. γαλλ. pharmacie (δες στο φαρμακείο)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go