Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φαρισαϊκός -ή -ό [farisaikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στους Φαρισαίους1. 2. (μτφ.) που χαρακτηρίζει, που ταιριάζει σε φαρισαίο2, υποκριτικός: Φαρισαϊκοί τρόποι. Είναι άτομο με φαρισαϊκή ηθική.
[λόγ. < ελνστ. Φαρισαϊκός]



