Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φαρδαίνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φαρδαίνω [farδéno] Ρ7.4α : ANT στενεύω (κυρ. για ρούχα) α. κάνω κτ. πιο μεγάλο στο πλάτος, το ευρύνω: Πήγα το φόρεμα στη μοδίστρα να μου φαρδύνει τη μέση / τα μανίκια. β. γίνομαι πλατύς, αποκτώ μεγαλύτερο πλάτος: Ξαφνικά ο δρόμος άρχισε να φαρδαίνει. Aδυνάτισα και μου φάρδυνε το παντελόνι.

[μσν. φαρδαίνω < φαρδ(ύς) -αίνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες