Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φανέρωμα το [fanéroma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του φανερώνω (και κυρίως η εμφάνιση, η εκδήλωση ενός φαινομένου, ενός γεγονότος κτλ.)· φανέρωση.
[φανερώ(νω) -μα]



