Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φαμελιάρης ο [fameláris] Ο11 : (λαϊκότρ.) ο οικογενειάρχης· φαμελίτης.
[ελνστ. φαμελιάριος με αποφυγή της χασμ. < λατ. familiaris `φίλος΄ κατά τη σημ. της λ. φαμελιά (τροπή του άτ. [il > el] )]



