Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φαλλοκρατία
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φαλλοκρατία η [falokratía] Ο25 : η αντίληψη και η συμπεριφορά που θεωρεί το ανδρικό φύλο ανώτερο και κυρίαρχο σε σχέση με το γυναικείο: Ο πατερναλισμός είναι μια άλλη όψη της φαλλοκρατίας.

[λόγ. < αγγλ. phallocracy < phallo(crat) = φαλλο(κράτης) + -cracy = -κρατία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go