Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φαλακρός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φαλακρός -ή -ό [falakrós] Ε1 : 1. που του έχουν πέσει τα μαλλιά σε ολόκληρο το κεφάλι ή σε ένα μέρος του: Φαλακρό κεφάλι. Πέσανε τα μαλλιά του από αρρώστια κι έμεινε ~. || (ως ουσ.) ο φαλακρός: Δε βρέθηκε το φάρμακο που θα κάνει τους φαλακρούς να βγάζουν μαλλιά. 2. (μτφ., για βουνά, βράχους, εκτάσεις κτλ.) γυμνός, άδεντρος, χωρίς βλάστηση: Φαλακρό βουνό. Φαλακρή πλαγιά. ~ λόφος.

[αρχ. φαλακρός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go