Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φαλαγγίτης ο [falangítis] Ο10 θηλ. φαλαγγίτισσα [falangítisa] Ο27 : στρατιώτης, μέλος φάλαγγας. || μέλος παραστρατιωτικής φασιστικής οργάνωσης.
[λόγ. < ελνστ. φαλαγγίτης `στρατιώτης στη φάλαγγα 1΄ & σημδ. γαλλ. phalangiste < ισπαν. falange (στη νέα σημ.) < αρχ. φάλαγξ (δες στο φάλαγγα 1)· λόγ. φαλαγγίτ(ης) -ισσα]



