Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φακλάνα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φακλάνα η [faklána] Ο25 : (λαϊκ.) 1. πόρνη μεγάλης ηλικίας. 2. γυναίκα: α. με άσχημο, παχύ ή παρακμασμένο σώμα. β. με πρόστυχη, χυδαία εμφάνιση ή συμπεριφορά.

[;]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go