Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φέτο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φέτο [féto] επίρρ. : (προφ., λαϊκότρ.) φέτος.

[φέτος > φέτο κατά το -ο πολλών επιρρ.: κάτω, έξω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φέτος [fétos] & εφέτος [efétos] επίρρ. : κατά τη διάρκεια του τρέχοντος, του παρόντος έτους: ~ το Πάσχα πέφτει πολύ νωρίς. H κόρη της πηγαίνει ~ τρίτη (τάξη) δημοτικού. (γνωμ.) κάθε πέρσι και καλύτερα*, κάθε ~ και χειρότερα.

[μσν. φέτος < ελνστ. ἐφέτος < ἐπ΄ ἔτος με τροπή [p > f] αναλ. προς τα αρχ. ἐφ΄ ἡμέραν `για την ημέρα, για μία μέρα΄, ἐφήμερος· λόγ. < ελνστ. ἐφέτος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go