Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φάσκιωμα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φάσκιωμα το [fáskoma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του φασκιώνω. 1. το τύλιγμα του βρέφους με φασκιές. 2. το τύλιγμα, η επίδεση τραυματισμένου μέλους του σώματος. 3. (μτφ.) υπερβολικά βαρύ ντύσιμο.

[φασκιώ(νω) -μα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go