Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: υφιστάμενος -η -ο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υφιστάμενος ο [ifistámenos] Ο20α θηλ. υφισταμένη [ifistaméni] Ο30 γεν. πληθ. υφισταμένων : ο κατώτερος στην υπαλληλική ιεραρχία σε σχέση με τον προϊστάμενο: Διευθυντής σκληρός προς τους υφισταμένους του. Tον έχω υφιστάμενο. Είναι υφιστάμενός μου.

[λόγ. ουσιαστικοπ. αρσ. του επιθ. υφιστάμενος σημδ. γαλλ. subordonné· λόγ. υφιστά(μενος) -μένη]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υφιστάμενος -η -ο [ifistámenos] Ε5 : (λόγ.) που υπάρχει: Εξαντλήθηκαν τα υφιστάμενα αποθέματα τροφίμων. H υφιστάμενη κατάσταση. || (ως ουσ.) ο υφιστάμενος*.

[λόγ. μπε. του ρ. υφίσταμαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go