Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: υστερολογώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υστερολογώ [isteroloγó] Ρ10.9α : (επίσ.) συμπληρώνω ως υστερολογία.

[λόγ. υστερολογ(ία) -ώ κατά το δευτερολογώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go