Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υπότροπος -η -ο [ipótropos] Ε5 : (νομ.) για ένοχο αδικήματος ο οποίος, μετά την καταδίκη του, διαπράττει ξανά το ίδιο αδίκημα: ~ εγκληματίας.
[λόγ. < αρχ. ὑπότροπος `που επιστρέφει΄ κατά τη σημ. του υποτροπή2]



