Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: υπόκλιση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπόκλιση η [ipóklisi] Ο33 : ιδιαίτερα επίσημος χαιρετισμός που γίνεται με ελαφρά κάμψη του σώματος: Έκανε μια βαθιά ~.

[λόγ. < ελνστ. ὑπόκλι(σις) -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go