Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: υπόδικος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπόδικος -η -ο [ipóδikos] Ε5 : 1.(νομ., συχνά ως ουσ.) ο υπόδικος, θηλ. υπόδικη, κατηγορούμενος ο οποίος έχει παραπεμφθεί σε δίκη και δεν έχει ακόμα δικαστεί. 2. (μτφ.) για κπ. που βαρύνεται με κατηγορίες, που θεωρείται υπεύθυνος για κτ.: Kυβέρνηση υπόδικη στη συνείδηση του ελληνικού λαού.

[λόγ. < αρχ. ὑπόδικος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go