Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υποταχτικός ο [ipotaxtikós] Ο17 : (παρωχ.) υπηρέτης στην υπηρεσία κάποιου, συνήθ. ενός μεγαλοκτηματία ή μιας μονής: Είχε το χωριό τσιφλίκι του και τους χωριάτες υποταχτικούς του. || Tι νομίζει, ότι είμαστε όλοι υποταχτικοί του;
[λόγ. < υποτακτικός 1 με προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υποταχτικός -ή -ό [ipotaxtikós] Ε1 : (προφ.) υποτακτικός 1.
[ελνστ. ὑποτακτικός (δες υποτακτικός 1) με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]



