Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: υποσταθμός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υποσταθμός ο [ipostaθmós] Ο17 : σταθμός ο οποίος αποτελεί παράρτημα ενός κεντρικού σταθμού: ~ της ΔΕH. (παλαιότ.) ~ της χωροφυλακής.

[λόγ. υπο- σταθμός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go