Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υποσπαδίας ο [ipospaδías] Ο3 : (ιατρ.) αυτός που πάσχει από υποσπαδίαση.
[λόγ. < ελνστ. ὑποσπαδίας]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υποσπαδίαση η [ipospaδíasi] Ο33 : (ιατρ.) ελαττωματική διάπλαση της ανδρικής συνήθ. ουρήθρας.
[λόγ. < νλατ. hypospad(ia) + -ία(σις) -ση (< ελνστ. ὑποσπαδίας)]



