Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: υποσκελισμός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υποσκελισμός ο [iposkelizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του υποσκελίζω.

[λόγ. < ελνστ. ὑποσκελισμός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go