Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: υπομονητικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπομονητικός -ή -ό [ipomonitikós] & υπομονετικός -ή -ό [ipomonetikós] Ε1 : που έχει την ιδιότητα να υπομένει. υπομονητικά & υπομονετικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ὑπομονητικός· συμφυρ. των αρχ. ὑπομονητικός & ὑπομενετικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go