Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: υπολειτουργία
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπολειτουργία η [ipoliturjía] Ο25 : λειτουργία ενός ζωντανού οργανισμού ή μιας επιχείρησης, μιας υπηρεσίας, ενός εργοστασίου κτλ. με ρυθμό κατώτερο από το φυσιολογικό, από τον προβλεπόμενο ή τον επιβαλλόμενο: ~ του θυρεοειδή. ANT υπερλειτουργία.

[λόγ. υπο- λειτουργία κατά το αντ. υπερλειτουργία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go