Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: υπολανθάνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπολανθάνω [ipolanθáno] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) διαφεύγω την προσοχή, υπάρχω χωρίς να γίνομαι φανερός.

[λόγ. < ελνστ. ὑπολανθάνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go