Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: υποκρύπτω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υποκρύπτω [ipokrípto] -ομαι Ρ αόρ. υπέκρυψα, απαρέμφ. υποκρύψει, (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) για κτ. το οποίο ενυπάρχει μέσα σε κτ. άλλο ή πίσω από κτ. άλλο, χωρίς να εκδηλώνεται άμεσα· κρύβω: Οι ενέργειές του υποκρύπτουν πολλούς κινδύνους.

[λόγ. < αρχ. ὑποκρύπτω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go