Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: υποδηλώνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υποδηλώνω [ipoδilóno] -ομαι Ρ1 : δηλώνω, φανερώνω, δείχνω κτ. με έμμεσο τρόπο: H απάντησή του υποδηλώνει άρνηση.

[λόγ. < ελνστ. ὑποδηλ(ῶ) -ώνω, αρχ. σημ.: `δηλώνω ιδιαιτέρως΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go