Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπογράφω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπογράφω [ipoγráfo] -ομαι Ρ αόρ. υπέγραψα και (προφ.) υπόγραψα, απαρέμφ. υπογράψει, παθ. αόρ. υπογράφηκα και υπογράφτηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και υπεγράφη, υπεγράφησαν, απαρέμφ. υπογραφεί και υπογραφτεί, μππ. υπογραμμένος και υπογεγραμμένος* : 1.βάζω την υπογραφή μου κάτω από κάποιο κείμενο, βεβαιώνοντας έτσι ότι είμαι ο συντάκτης του κειμένου ή ότι απλώς έλαβα γνώση και εγκρίνω το περιεχόμενο ή αναλαμβάνω την ευθύνη για την πιστότητα, την ειλικρίνεια, την τήρησή του κτλ.: Ποιος υπογράφει το κύριο άρθρο της εφημερίδας; Tο άρθρο υπογράφεται από τον αρχισυντάκτη. Tη διαμαρτυρία την υπογράφουν πολλές προσωπικότητες. Πρέπει να υπογράψετε το έγγραφο παραλαβής, για να παραλάβετε το δέμα. Ο Ίων Δραγούμης υπέγραφε συχνά με το ψευδώνυμο Ίδας. || Ο συγγραφέας θα υπογράφει βιβλία του σε κεντρικό βιβλιοπωλείο. 2. επικυρώνω με την υπογραφή μου μια συμφωνία: Yπογράφηκε το συμβόλαιο / η σύμβαση. || Yπογράφηκε ειρήνη. Yπέγραψαν ανακωχή. ΦΡ ~ την καταδίκη μου, με μια ενέργειά μου προκαλώ ένα καταστρεπτικό αποτέλεσμα, που στρέφεται εναντίον μου: M΄ αυ τό που έκανες υπέγραψες την καταδίκη σου. σ΄ το ~!, σε διαβεβαιώνω, είμαι απόλυτα σίγουρος. (έκφρ.) βάζω την υπογραφή μου / ~ και με τα δύο (τα) χέρια ή με χέρια και με πόδια: α. βάζω την υπογραφή μου χωρίς κανέναν ενδοιασμό. β. συμφωνώ.

[λόγ. < αρχ. ὑπογράφω, -ομαι & σημδ. γαλλ. souscrire, signer]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπογράφων -ουσα -ον [ipoγráfon] Ε12 : (λόγ., συνήθ. ως ουσ.) αυτός που έχει συντάξει ένα κείμενο και είναι υπεύθυνος για το περιεχόμενό του: Ο ~ το άρθρο σε μια εφημερίδα.

[λόγ. μεε. του υπογράφω (διαφ. το συγγ. ελνστ. ὑπογράφων `δούλος γραφέας΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες