Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υποβόσκων -ουσα -ον [ipovóskon] Ε12 : (λόγ.) που υποβόσκει, (για κτ. κακό) που αναπτύσσεται και δυναμώνει κρυφά και ύπουλα: Yπήρχε μια υποβόσκουσα αντιζηλία.
[λόγ. μεε. του υποβόσκω]



