Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: υποβόσκων -ουσα -ον
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υποβόσκων -ουσα -ον [ipovóskon] Ε12 : (λόγ.) που υποβόσκει, (για κτ. κακό) που αναπτύσσεται και δυναμώνει κρυφά και ύπουλα: Yπήρχε μια υποβόσκουσα αντιζηλία.

[λόγ. μεε. του υποβόσκω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go