Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπνωτισμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπνωτισμός ο [ipnotizmós] Ο17 : μέθοδος με την οποία προκαλείται τεχνητή ύπνωση.

[λόγ. < αγγλ. hypnotism (ή μέσω του γαλλ. hypnotisme) < αρχ. ὑπνωτ(ικός) -ism = -ισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες