Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπερώα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπερώα η [iperóa] Ο25 : (ανατ.) ουρανίσκος.

[λόγ. < αρχ. ὑπερῴα `ουρανίσκος΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες