Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: υπερψήφιση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπερψήφιση η [iperpsífisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του υπερψηφίζω. ANT καταψήφιση.

[λόγ. υπερψηφι- (υπερψηφίζω) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go