Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: υπερτερώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπερτερώ [iperteró] Ρ10.9α : 1.είμαι ή γίνομαι ανώτερος· υπερέχω: Σε τι υπερτερεί; H μέθοδος αυτή υπερτερεί κατά τούτο. || (λόγ., με γεν.): Yπερτερεί όλων των συναδέλφων του. 2. υπερέχω αριθμητικά: Στη συγκέντρωση υπερτερούσαν οι γυναίκες. || (λόγ., με γεν.): Tα πλεονεκτήματα υπερτερούσαν των μειονεκτημάτων.

[λόγ. < ελνστ. ὑπερτερῶ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go