Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: υπερπροστατευτικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπερπροστατευτικός -ή -ό [iperprostateftikós] Ε1 : που εκδηλώνει μια υπερβολικά προστατευτική διάθεση: Οι υπερπροστατευτικές μητέρες ασκούν ολέθρια επίδραση στα παιδιά τους.

[λόγ. υπερ- + προστατευτικός μτφρδ. αγγλ.(;) overprotective]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go