Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: υπερκόπωση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπερκόπωση η [iperkóposi] Ο33 : σύνολο από διαταραχές που οφείλονται στην εξασθένηση του οργανισμού από υπερβολική κούραση: Έπαθα ~. Πώς αντιμετωπίζεται η ~ των μαθητών;

[λόγ. υπερ- + κό πω(σις) -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go