Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υπερκέρδος το [iperkérδos] Ο46 (συνήθ. πληθ.) : υπερβολικό κέρδος, μεγαλύτερο από αυτό που θεωρείται νόμιμο: Tα υπερκέρδη των βιομηχανιών. || πολύ μεγάλο κέρδος: Tα υπερκέρδη του Εθνικού Λαχείου.
[λόγ. υπερ- + κέρδος]



