Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υπερθέρμανση η [iperθérmansi] Ο33 : 1.η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του υπερθερμαίνω: ~ υγρού / ατμών. ~ μετάλλων. 2. (μτφ.) υπερβολική ανάπτυξη οικονομικών δραστηριοτήτων: H ~ της οικονομίας οδήγησε σε κρί ση.
[λόγ. υπερθερμαν- (υπερθερμαίνω) -σις > -ση μτφρδ. αγγλ. overheating]



